- φράσεων
- φράσεω̆ν , φράσιςspeechfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρασεολογία — η 1. ο τρόπος πλοκής των προτάσεων, ο τρόπος της σύνθεσης των φράσεων, εκφραστικός τρόπος: Σεμνή φρασεολογία. 2. συλλογή φράσεων για διδασκαλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
ακυρολογία — Η χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που δεν συμβιβάζονται με το περιεχόμενο της σκέψης που πρόκειται να διατυπωθεί, π.χ. ο βρυχηθμός των θηρίων (αντί των λιονταριών). Α., επίσης, είναι η χρησιμοποίηση λέξεων που δεν ταιριάζουν με αυτά που συνήθως… … Dictionary of Greek
αλλ’ η — ἄλλ ἤ (Α) αλλά, ειμή, εκτός, παρά, πλην (μόνο μετά από αρνητικές λέξεις, ιδιαίτ. μετά τα ουδείς, μηδείς, τα οποία συχνά συνοδεύονται από τα άλλος ή έτερος. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιείται και μετά από ερωτήσεις που περιέχουν ή υπονοούν άρνηση) … Dictionary of Greek
αναφώνηση — Στη ρητορική ονομάζεται έτσι το σχήμα αψιθυμίας με το οποίο o ομιλητής εκφράζει διάφορα έντονα ψυχικά συναισθήματα (χαρά, λύπη, φόβος, οργή, προσδοκία κλπ.). Ο λόγος στην α. εκφέρεται ερωτηματικά ή θαυμαστικά με γρήγορη επανάληψη λέξεων ή φράσεων … Dictionary of Greek
αντήλιος — α, ο (AM ἀντήλιος, ον) αυτός που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ο ανατολικός.|| νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αντήλιο το να βάζει κανείς το ένα ή και τα δύο χέρια στο μέτωπο για να προστατεύσει τα μάτια από τον ήλιο. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀντήλια 1 … Dictionary of Greek
ανταπόδοση — (Λογ.).Σχήμα λόγου όπου οι εικόνες και οι παραβολές ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα που στάθηκαν αφορμή για να χρησιμοποιηθούν οι εικόνες και οι παραβολές. Κλασικό παράδειγμα α. έχουμε στον λόγο του Αισχίνη κατά του Κτησιφώντα: «Όπως… … Dictionary of Greek
αποσιωπητικός — ή, ό 1. αυτός που αποσιωπά κάτι ή που χρησιμεύει για την αποσιώπηση 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τὰ ἀποσιωπητικά τρεις στιγμές (...) που τίθενται μετά από κάποια λέξη του γραπτού λόγου για να δηλώσουν την παράλειψη λέξεων ή φράσεων που εύκολα μπορούν… … Dictionary of Greek
αψιμαχία — η (AM ἁψιμαχία) 1. μικρή συμπλοκή πριν αρχίσει η κύρια μάχη 2. ανταλλαγή βολών ανάμεσα σε αντίπαλα τμήματα 3. ανταλλαγή εριστικών φράσεων μεταξύ ανθρώπων που διαφωνούν, φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + μαχία < μαχος < μάχομαι… … Dictionary of Greek